ψυχοκινητικός

ψυχοκινητικός
-ή, -ό, Ν
1. (ιατρ.-φυσιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην απαρτίωση, την αλληλεπίδραση και την ωρίμαση τών συνεργιών και τών συνδυασμών τών κινητικών και ψυχικών λειτουργιών
2. (στην παραψυχολογία) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεκίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. psychomoteur < psycho- (< ψυχή) + moteur «κινητικός». Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Ν. Πεζόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”